μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013


Κοφινάδες και κοφίνια στη Σαντορίνη


Ελένη Τσενόγλου


Το σαντορινιό κρασί, το καλύτερο όλων των Κυκλάδων, αποτέλεσε, κατά τους τελευταίους αιώνες, βασικό εξαγώγιμο προϊόν και κύριο πόρο ζωής του νησιού.1 Ή ανάγκη συλλογής και μεταφοράς όχι μόνο των κρασοστάφυλων στις κάναβες και τα οινοποιεία, αλλά και προϊόντων κάθε άλλου είδους, και η σχετική αφθονία της βασικής πρώτης ύλης, της λυγαριάς, οδήγησε σε ακμή την καλαθοπλεκτική στη Σαντορίνη. Καλάθια, κοφίνια και κοφάκια ήταν σε καθημερινή χρήση στο νησί τόσο από τους ιδιώτες, όσο και από τις βιομηχανίες (οινοποιεία και κονσερβοποιεία) ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, οπότε η καλαθοπλεκτική δέχεται μεγάλο πλήγμα από τη μείωση της παραγωγής και την κάμψη των βιομηχανιών, την αστυφιλία και, αργότερα, την εισαγωγή πλαστικών τελάρων και κιβωτίων.
Τον 20ό αιώνα, οι σαντορινιοί κοφινάδες δεν ασκούν αποκλειστικά την καλαθο-πλεκτική' παράλληλα είναι και παραγωγοί, συνηθέστατα αμπελοκαλλιεργητές. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν, όταν γενικεύεται ή παραγωγή και η βιομηχανική εκμετάλλευση του κρασιού και της ντομάτας, οπότε η ζήτηση πλεκτών σκευών περιορίζεται στα είδη εκείνα που χρησιμοποιούνται στη συλλογή και μεταφορά του καρπού: κοφίνια, κοφάκια, καλάθια, λιγότερο μισοκόφινα.
Προτιμώνται οι πιο επιδέξιοι και καλύτερα οργανωμένοι τεχνίτες. Στα εργαστήρια τους έρχονται να μάθουν την τέχνη, ή να βελτιώσουν την τεχνική τους, παιδιά της περιοχής. Για να «βγουν μαστόροι» χρειάζονται περίπου τρία χρόνια μαθητείας συχνά, οι καλοί νεαροί τεχνίτες συνεταιρίζονται με τους μαστόρους τους. Συνήθως, την τέχνη συνεχίζουν οι γιοι ή ο πρωτότοκος γιος του τεχνίτη, μία και η καλαθοπλεκτική θεωρείται στο νησί τέχνη αποκλειστικά αντρική.
Την «καλή εποχή», όπως ονομάζουν οι κοφινάδες την περίοδο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘60, οι ξακουστοί τεχνίτες μπορούσαν να πλέξουν επί παραγγελία και 500 έως 600 κοφίνια το χρόνο, δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ και πλέκοντας κατά μέσο όρο δύο κοφίνια την ήμερα.2 Ή μεγάλη ζήτησα αναγκάζει κάποτε τούς «μαγκιόρους» τεχνίτες να πλέκουν και τρία κοφίνια την ήμερα, και τα ονομαστά εργαστήρια περί τα 1.500 το χρόνο.
Το μεροκάματο ήταν καλό για όλους, και για όσους δούλευαν για τις βιομηχανίες και τούς μεγάλους παραγωγούς και για όσους περιορίζονταν στους μικρούς παραγωγούς. Αυτή η δεύτερη κατηγορία τεχνιτών διακινούσε τα προϊόντα της περιοδεύοντας τα χωριά της Σαντορίνης αλλά και της Θηρασίας, της Νάξου, της Ίου και της Ανάφης. Ως αντάλλαγμα έπαιρναν συνήθως τρόφιμα: δύο κιλά σιτάρι το κοφίνι, δύο ψωμιά το πανέρι, μία οκά τυρί τα τρία στομόχια κ.λπ. Ή Μεσαριά και ο Βόθωνας αποτέλεσαν, τον 20ό αιώνα, βασικά κέντρα καλαθοπλεκτικής στο νησί. Γύρω στο 1934, από τούς 14 ονομαστούς μαστόρους της Σαντορίνης οι δέκα ζούσαν και εργάζονταν στον Βόθωνα και δύο στη Μεσαριά.3 Σήμερα, μοναδικός συστηματικός τεχνίτης είναι ο Γιώργος Καφούρος στο Μεγαλοχώρι. Ό Μανόλης Νομικός ή Μανολίτσος στον Βόθωνα και ο Αντώνης Καφούρος στην Περίσσα ασχολούνται όλο και λιγότερο με την τέχνη, ενώ ο Ρουσέτος στο Μεροβίγλι, ο Χαραλάμπης Βάρβης στο Εμπορειό, ο Μιχάλης Δρόσος στου Κοντουκλά και ο Βαγγέλης Τσακίρης ή Θρεψινάς στο Ακρωτήρι θεωρούνται μέτριοι και περιστασιακοί μαστόροι.
Οι κοφινάδες στήνουν τα εργαστήριά τους σε κάναβες ή αποθήκες, ιδιόκτητες ή ενοικιαζόμενες γι’ αυτόν το σκοπό. Ένα καλαθοπλεκτικό εργαστήριο αποτελείται από τον αποθηκευτικό χώρο και τον καθαυτό χώρο δουλειάς: στον πρώτο αποθηκεύεται μέρος της πρώτης ύλης, οι λυγαριές πού βρέχονται, όσες είναι ήδη έτοιμες και χωρισμένες κατά μεγέθη, αλλά και τα έτοιμα προϊόντα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Στο κυρίως εργαστήριο βρίσκονται το ειδικό κάθισμα του πλεξίματος, τα εργαλεία, τα βοηθήματα και τα απαιτούμενα κάθε φορά υλικά. Λόγω στενότητας χώρου, η εργασία μπορεί να επεκταθεί και στην αυλή ή στο δρομάκι έξω από το εργαστήριο.
Εκτός από τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια του, ο σαντορινιός κοφινάς χρησιμοποιεί ελάχιστα εργαλεία: ένα φερεντίνι, ένα κόπανο, ένα μετράρι και μία ψαλίδα. Το φερεντίνι, και φερεντίνα ή φερεντινάκι (σχ. 33ε), κατασκευάζεται από σαντορινιούς σιδεράδες ή εισάγεται από την Αθήνα και την Κρήτη. Έχει μικρή, καμπυλωτή στην άκρη της, λάμα και ξύλινη κυλινδρική λαβή. Χρησιμοποιείται στη συλλογή και προετοιμασία της βέργας από λυγαριά και του καλαμιού. Το ξύλινο, αυτοσχέδιο κόπανο (σχ, 33β) χρησιμοποιείται για το χτύπημα των βεργών κατά την πλέξη.4 Με το κόπανο μπορεί να μετρηθεί και το βάθος ή το ύψος του κοφινιού. Με τις εγκοπές πού έχει το ξύλινο μετράρι ή μέτρο (σχ. 33α) υπολογίζονται ο πάτος και το ύψος των χεριών των κοφινιών και των μισοκόφινων. Η ψαλίδα, κλαδευτήρι του εμπορίου (σχ. 33δ) πού αντικαθιστά το μαχαίρι, χρησιμεύει στο πελέκημα και σκίσιμο των βεργών και στο καθάρισμα του κοφινιού. Σ’ αυτά προστίθενται μερικά βοηθήματα: ένα παλιό κοφίνι αναποδογυρισμένο αποτελεί τον οδηγό για τον πάτο το ειδικό κάθισμα του τεχνίτη (σχ. 11), με τη στενή ξύλινη πλάτη και την κεκλιμένη σανίδα για τα πόδια, μία μικρή, ξύλινη, ελαφρά κεκλιμένη βάση και ένα κομμάτι ύφασμα, για να ακουμπά το κοφίνι στο πόδι του τεχνίτη, διευκολύνουν το πλέξιμο.

Η λυγαριά,5 βασική για την κατασκευή του πάτου και του σκελετού όλων των χρηστικών σκευών, και το καλάμι, συμπληρωματικό υλικό στην κατασκευή πανεριών, είναι υλικά πού βρίσκονται σε σχετική αφθονία στο νησί. Οι «βέργες» λυγαριάς περιβάλλουν τα αμπέλια- κόβονται μετά το δεκαπενταύγουστο, ξεραίνονται στον ήλιο για 15-20 ημέρες, τινάζονται πάνω στις πέτρες για ξεφλούδισμα και μεταφέρονται από τους παραγωγούς στα εργαστήρια καλαθοπλεκτικής, όπου φυλάσσονται όρθιες σε ανοιχτό χώρο. Συνήθως ανταλλάσσονται με έτοιμα πλεκτά είδη. Λίγες λίγες στοιβάζονται στον ειδικό χώρο του εργαστηρίου και ραντίζονται με νερό για 5-10 ημέρες. Αυτές πρέπει να χρησιμοποιηθούν μέσα σε μία εβδομάδα, για να μην ξεραθούν. Αντίθετα με τις βέργες, το καλάμι κόβεται, ξεφλουδίζεται, σκίζεται από τους κοφινάδες και χρησιμοποιείται συνήθως χλωρό.

Τα βασικά είδη καλαθοπλεκτικής χρησιμεύουν στη συλλογή και μεταφορά προϊόντων, κυρίως σταφυλιών: καλάθια διαφόρων μεγεθών, κοφάκια, κοφίνια, μισοκόφινα, κρασοκόφινα και τα σκουπάκια τους (σχ. 34α-δ). Όσοι έχουν ζώα παραγγέλλουν στομόχια ή μουρίσια, καλαθαριές και τυροβόλια ή τσιμίσκια. Για οικιακές εργασίες απαραίτητα είναι τα πανέρια ή πανιέρια και οι σκούπες για αυλές και αλώνια. Οι μεταπράτες συνήθιζαν να αποθηκεύουν τα προς πώληση φρούτα και λαχανικά σε μισοκόφινα, και τα ζύγιζαν με καλαθένιες ζυγαριές. Μικρές ποσότητες κρασιού αποθηκεύονται και μεταφέρονται σε νταμιτζάνες και γαλόνια. Το κοφίνι είναι ο κοινότερος τύπος πλεκτού σκεύους, με πολλές και ποικίλες χρήσεις.6

Βασικά πλεκτά σκεύη είναι όσα χρησιμοποιούνται στον τρυγητό. Το καλάθι (καλαθάκι) έχει σχήμα κόλουρου κώνου, με χοντρό και σχετικά χαμηλό χέρι πού εκφύεται από δύο διαμετρικά αντίθετα σημεία του χειλώματος. Υπάρχουν διαφόρων μεγεθών, όπως το πρώτο ή το δεύτερο μπόι (γυναικείο). Χρησιμεύει στη συλλογή καρπών, όπως και το κοφάκι. Απαιτεί για την κατασκευή του 4 περίπου κιλά λυγαριάς και είναι χωρητικότητας 20 περίπου κιλών. Σήμερα τιμάται 5.000 δρχ. ή ανταλλάσσεται με 20 κιλά βέργες. Τα στημόνια του σταυρού είναι 8 για το πρώτο μπόι και 7 για το δεύτερο. Το κοφάκι έχει κυλινδρικό σχήμα. Μοιάζει με το μισοκόφινο, τα χέρια του όμως εκφύονται από αντιδιαμετρικά σημεία του χειλώματος. Χρησιμεύει στη συλλογή καρπών. Το σχήμα του επιτρέπει ευκολότερη από τό καλάθι μεταφορά των σταφυλιών στο κοφίνι. Απαιτεί για την κατασκευή του 4-5 κιλά λυγαριάς και είναι χωρητικότητα5 15-20 κιλών. Σήμερα τιμάται 4.000-5,000 δρχ. ή ανταλλάσσεται με 20 κιλά βέργες. Ό σταυρός του έχει 8 στημόνια. Το κοφίνι έχει σχήμα κόλουρου κώνου με δύο αντιδιαμετρικά χέρια, λίγο πιο πάνω από τη μέση του κορμού του. Χρησιμεύει στη μεταφορά κρασοστάφυλων από το αμπέλι στο πατητήρι ή στα εργοστάσια. Τα χέρια διευκολύνουν το φόρτωμα τους στα ζώα. Κρεμιούνται ανά δύο σε κάθε σαμάρι. Απαιτεί για την κατασκευή του περίπου 10 κιλά λυγαριάς (σπανιότατα και καλάμι) και είναι χωρητικότητας 50 κιλών. Σήμερα τιμάται 10,000 δρχ. ή ανταλλάσσεται με 30-33 κιλά βέργες. Τα στημόνια του σταυρού είναι 9. Το κρασοκόφινο αποτελεί παραλλαγή του κοφινιού (έχει ίδιο μέγεθος και σχήμα, αλλά χοντρότερες βέργες και αραιότερη πλέξη). Συγκρατεί τα στέμφυλα και φιλτράρει τό μούστο πού ρέει από το πατητήρι στον ληνό. Πλέκεται με λυγαριά και έχει την ίδια τιμή με το κοφίνι. Το μισοκόφινο (μεσοκόφινο) είναι ίδιο στο σχήμα αλλά ελαφρά μικρότερο από το κοφίνι.

Χρησιμεύει στη. μεταφορά και πώληση αγροτικών προϊόντων. Απαιτεί για την κατασκευή του περίπου 6 κιλά βέργες και είναι χωρητικότητας 35 κιλών. Σήμερα τιμάται 8.000 δρχ, ή ανταλλάσσεται με 25 κιλά βέργες. Τα στημόνια του σταυρού είναι 8. Το στομάχι (μουρίσι) έχει σχήμα κόλουρου κώνου με δύο αντιδιαμετρικά χεράκια στο επάνω άνοιγμα. Χρησιμεύει ως φίμωτρο για ζώα. Πλέκεται με λυγαριά. Η σημερινή του τιμή είναι περίπου 2.000 δρχ., και τα στημόνια του σταυρού 7. Το σκουπάκι κατασκευάζεται από τις άκρες των βεργών πού περισσεύουν μετά το πλέξιμο των κοφινιών. Χρησιμεύει στο καθάρισμα των κοφινιών και προσφέρεται δωρεάν στους πελάτες.

Όλα τα πλεκτά σκεύη αποτελούνται από τα ίδια μέρη: τον πάτο, το γορδόνι, την (μ)πλέξη, τό/ά χέρι/α και το χείλωμα.

Για να πλεχτεί ένα κοφίνι απαιτείται τουλάχιστον μισή μέρα δουλειάς και πλήθος αλληλοεξαρτώμενων τεχνικών διαδικασιών.7 Πριν αρχίσει το πλέξιμο, ο κοφινάς έχει ξεχωρίσει τις βέργες πού θα χρησιμοποιήσει για κάθε μέρος του κοφινιού. Πρώτα σταυρώνει και δένει το σταυρό του πάτου (σχ. 5): σκίζει με το φερεντίνι τέσσερα πελεκημένες στο ένα άκρο χοντρές βέργες, τα «στημόνια», και μέσα τους περνά άλλες πέντε εναλλάξ. Έτσι δημιουργούνται 18 στημόνια. Ό σταυρός, στη συνέχεια, δένεται με τα «λουμάκια», τέσσερεις πολύ λεπτές βεργούλες πού θα αποτελέσουν τα πρώτα υφάδια του πάτου. Το πλέξιμο γίνεται πάντα προς τα δεξιά με τον τρόπο «δύο πατώ, δύο πιάνω», δηλαδή πάνω από τα πρώτα δύο και κάτω από τα επόμενα δύο στημόνια. Ο κοφινάς, όρθιος πάνω από το αναποδογυρισμένο κοφίνι, πού στο χνάρι του σχηματίζεται ο πάτος, πατά με γυμνό πόδι κάθε βέργα πού πλέκει και ανοίγει τα στημόνια, ώστε οι αποστάσεις τους να είναι ίσες. Στις εννιά περίπου «βόρτες» ο πάτος έχει φτάσει στο επιθυμητό μέγεθος, στα 35 εκ. Στη συνέχεια καθαρίζεται με την ψαλίδα και ενισχύονται τα στημόνια του με νέες βέργες-στηρίγματα. Οι τέσσερα πιο χοντρές, ίσιες και ψηλές βέργες μπαίνουν αντικριστά και προορίζονται για τα χέρια του κοφινιού. Τέλος, απομένει το σήκωμα του πάτου: γυρίζεται ανάποδα, ώστε η εξωτερική του επιφάνεια να γίνει εσωτερική, ενώ τα στημόνια λυγίζονται προς τα πάνω και δένονται, αφού ρυθμιστεί η κλίση και οι αποστάσεις μεταξύ τους (σχ. 6). 

Το γορδόνι, κυκλική ταινία πού ενώνει πάτο και πλευρά, αποτελείται από τρεις βόρτες πού πλέκονται με την τεχνική «ένα πατώ, ένα πιάνω», αρχικά με τον πάτο στραμμένο προς το στήθος και, στη συνέχεια, ακουμπισμένο στο διπλωμένο πόδι του τεχνίτη (σχ. 7). Ταυτόχρονα, με τα δάχτυλα ρυθμίζονται οι αποστάσεις ανάμεσα στα στημόνια (8 εκ.). Ακολουθεί καθάρισμα και κοπάνισμα του «γορδονιού», λύσιμο των στημονιών και μέτρηση της διαμέτρου του κοφινιού.

Το (μ)πλέξιμο της πλευράς γίνεται πάνω στο πόδι του τεχνίτη και, αργότερα, πάνω στην ειδική ξύλινη βάση, με δύο βέργες-υφάδια πιο λεπτές και την τεχνική «ένα πατώ, ένα πιάνω» για 14 βόρτες (σχ. 11).

Στη συνέχεια πλέκονται τα χέρια (σχ. 8). Ενισχύονται τα στημόνια των χεριών στη «δέση» και το «τελείωμα», το κοφίνι κοπανιέται, και προστίθεται η κεντρική βέργα του κάθε χεριού. Ακολουθεί τύλιγμα των βεργών της δέσης και του τελειώματος στην κεντρική βέργα, στερέωσή της και συνέχιση του πλεξίματος για τρεις βόρτες. Επόμενη διαδικασία είναι το «βγάρσιμο» του χεριού: ο τεχνίτης πατά μέσα στο κοφίνι και με τη βοήθεια του σιδερένιου κόπανου-σουβλιού (σχ. 33γ) το κοπανίζει και σπρώχνει τα χέρια έξω, ενώ τραβά τα ενδιάμεσα στημόνια μέσα. Μετά το βγάρσιμο του χεριού, η (μ)πλέξη συνεχίζεται για έξι βόρτες με παραστημόνιασμα και, τέλος, κοπάνισμα. Με δύο χοντρές βέργες-υφάδια πλέκει ο κοφινάς τις τελευταίες δύο βόρτες, τό χείλωμα (σχ. 9), κλείνοντας ένα - ένα τα στημόνια μέσα στην (μ)πλέξη. Ακολουθεί γερό κοπάνισμα.

Το ράψιμο η δέσιμο αποτελεί στερέωση των βεργών-στημονιών πού εξέχουν μετά το χείλωμα (σχ. 10). Το καθάρισμα με ψαλίδια, εσωτερικά και εξωτερικά, και η κατασκευή σκουπίτσας από τις βέργες πού μένουν μετά το καθάρισμα είναι οι τελευταίες εργασίες, πριν παραδοθεί το κοφίνι.

Στα αλλά καλαθοπλεκτικά κέντρα της Ελλάδας, ακόμη και στα γειτονικά στη Σαντορίνη, Τήνο, Κρήτη, Άργος, Κύπρο, συναντούμε διαφοροποίηση της τεχνικής ως προς το πλέξιμο αλλά και το υλικό, τα εργαλεία, τους τύπους σκευών και τη χρήση τους.

Συχνή ήταν παλαιότερα η επιδιόρθωση των «ξεπατωμένων» κοφινιών. Πλεκόταν ένας πάτος ακριβώς στα μέτρα του παλιού, χειλώνονταν οι άκρες του με τα στημόνια πού προσθέτονταν στο γορδόνι και ραβόταν με τις άκρες των στημονιών πού περίσσευαν. Αντίθετα, δεν επιδιορθωνόταν χαλασμένο χέρι ή τρύπια πλέξη κοφινιού. Ή συχνή χρήση, το προσεκτικό πλύσιμο με -θαλασσινό κατά προτίμηση- νερό και το σκουπάκι τους μετά τη «βεντέμα» και η φύλαξη τους σε στεγνό μέρος προφυλάσσει τα κοφίνια από το σκώρο και εξασφαλίζει μεγαλύτερη αντοχή. Βέβαια, η μεγάλη διάρκεια ζωής των σαντορινιών κοφινιών δεν οφείλεται αποκλειστικά στη σωστή συντήρηση αλλά και στα υλικά και στην τεχνική της κατασκευής τους. Οι κοφινάδες του νησιού έχουν επίγνωση της μοναδικότητας της τεχνικής τους και δεν φοβούνται το συναγωνισμό. Και είναι αλήθεια ότι τα πλεκτά σκεύη πού εισάγονται στη Σαντορίνη χρησιμοποιούνται για να καλύψουν ανάγκες καθαρά τουριστικές και διακοσμητικές..

Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει νεότερη γενιά κοφινάδων στο νησί. Η καλαθοπλεκτική τέχνη, γέννημα μιας κοινωνίας αυτοσυντήρησης, αντικατοπτρίζει μία οικονομία αυτάρκειας, βασισμένη στην έλλογη χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και στην ανακύκλωση υλών και προϊόντων. Φθίνει μαζί με αυτήν, παραχωρώντας τη θέση της στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση.







ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


Το άρθρο είναι από το «ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ», έκδοση του ιδρύματος ΦΑΝΗ ΜΠΟΥΤΑΡΗ, Αθήνα 1995.


1. Το 1790-99, σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι προς τον καπουδάν πασά Χουσεΐν πασά, αποφασίστηκε να λαμβάνεται φόρος κρασιού, ρακής κ.λπ. από τριάντα νησιά. Το 43% του συγκεκριμένου φόρου έπρεπε νά καταβάλει μόνη της η Σαντορίνη, Βλ. Β. Σφυρόερας, «Οικονομικά της Σαντορίνης κατά τόν τελευταίο αιώνα της Της Τουρκοκρατίας», Σαντορίνη (επιμ. Μ.Α Δανέζης), Αθήνα 1971, σ. 103-105.

2. Ένας έμπειρος, γρήγορος και νέος τεχνίτης χρειάζεται τουλάχιστον τέσσερις ώρες για να πλέξει ένα κοφίνι.

3. Γύρω στο 1934, ονομαστοί μαστόροι της Σαντορίνης ήταν στον Βόθωνα: οι Γιώργιος Αγιορίτης ή Κυρ(ε)λέζος,65-70 ετών, Βαγγέλης Αγιορίτης, γιός του Γιώργου, Γιώργος Καφούρος ή Τρουλάκης, Νικόλαος Καφούρος, Μαρής Καφούρος, Μανόλης Καφούρος ή Τρουλής, της ίδιας οικογένειας με τους προηγουμένους, Μάρκος Πρέκας, περίπου 70 ετών, Σπύρος Πρέκας, γιός του Μάρκου, Γιάννης Γαλέος ή της Ελιάς, Γιάννης Άργυρός, «δούλος» από τη Μέσα Γωνιά, στη Μεσαριά: Λούκας Λυγνός, περίπου 23 ετών και Μάρκος Μαϊντανός, περίπου 70 ετών στο Κοντοχώρι οό Χαραλάμπης..., περίπου 70 ετών και στην Έξω Γωνιά ο Αρτίμης Πουλάκης, περίπου 80 ετών.

4. Στο χτύπημα των κοφινιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σιδερένιο κόπανο, πού θα χρησιμεύει και ως σφήνα για τη διαστολή των αποστάσεων μεταξύ πλεγμένων βεργών.

5. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Σπ. Μαρινάτου για την ανεύρεση μέρους «σπυρίδος» (φαροκόφινου), κατασκευασμένα από βέργες λυγαριάς, στο βορειοδυτικό τομέα της ανασκαφής του Ακρωτηρίου, το 1969. Βλ, Σπ. Μαρινάτου, «Αι ανασκαφαί εις Ακρωτήρι Θήρας», Σαντορίνη (επιμ. Μ.Α. Δανέζης), Αθήνα 1971, σ. 51-58.

6. Κοφίνια χρησιμοποιούνται και από τούς ψαράδες, αλλά και στη μεταφορά και μέτρηση της θηραϊκής γης.
7. Η κατασκευή του κοφινιού καταγράφηκε στο εργαστήριο του Γιώργου Καφούρου, στο Μεγαλοχώρι Σαντορίνης, τον Ιούλιο 1993.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου